ανασυντάσσω

ανασυντάσσω
(αόρ. ανασυνέταξα) μετ.
1) составлять заново; 2) реорганизовать, формировать заново; перегруппировывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανασυντάσσω" в других словарях:

  • ανασυντάσσω — ανασυντάσσω, ανασύνταξα και ανασυνέταξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά …   Dictionary of Greek

  • ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασύνταξη — η (Α ἀνασύνταξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανασυντάσσω …   Dictionary of Greek

  • αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω …   Dictionary of Greek

  • εξαθροίζομαι — ἐξαθροίζομαι (Α) [αθροίζομαι] συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη …   Dictionary of Greek

  • επιπαρεμβάλλω — ἐπιπαρεμβάλλω (Α) 1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν φάλαγγα», Πολ.) 2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • επισυνάγω — ἐπισυνάγω (AM) μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ) μσν. 1. τρυγώ 2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.) αρχ. 1. συστέλλω, πτύσσω 2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα 3. συμπεραίνω… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ἀνασυντάξας — ἀνασυντάξᾱς , ἀνασυντάσσω reassess war tax aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»